- μεταπαύομαι
- μεταπαύομαι (Α)1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπαυόμενοι — μεταπαύομαι rest between whiles pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπαύεται — μεταπαύομαι rest between whiles pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)